- ηδυντικός
- -ή, -ό (Α ἡδυντικός, -ή, -όν) [ηδύνω]αυτός που κάνει κάτι γλυκό και νόστιμονεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ηδυντικάτα καρυκεύματααρχ.1. αυτός που δίνει ευχαρίστηση2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡδυντικήη τέχνη τής καρυκεύσεως.
Dictionary of Greek. 2013.